ἀπορρίψιμος: Difference between revisions
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀπορρίψιμος]], -ον)<br />αυτός που μπορεί ή [[πρέπει]] να απορριφθεί. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀπορρίψιμος]], -ον)<br />αυτός που μπορεί ή [[πρέπει]] να απορριφθεί. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[verwerflich]], [[untauglich]]</i>, Artemidor. 5.85. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:02, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, that should be thrown away, Artem.5.85.
Spanish (DGE)
-ον que puede desecharse de cosas, Artem.5.85.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπορρίψιμος: -ον, ὅστις δέον νὰ ἀπορριφθῇ, Ἀρτεμίδ. 5. 85.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀπορρίψιμος, -ον)
αυτός που μπορεί ή πρέπει να απορριφθεί.
German (Pape)
verwerflich, untauglich, Artemidor. 5.85.