ἀπαράμιλλος: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
m (pape replacement) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀπαράμιλλος]], -η) [[παράμιλλος]]<br />αυτός με τον οποίο δεν μπορεί [[κάποιος]] να συγκριθεί, [[ασύγκριτος]], [[ανυπέρβλητος]]. | |mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀπαράμιλλος]], -η) [[παράμιλλος]]<br />αυτός με τον οποίο δεν μπορεί [[κάποιος]] να συγκριθεί, [[ασύγκριτος]], [[ανυπέρβλητος]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[unübertrefflich]]</i>, Sp. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:04, 24 November 2022
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαράμιλλος: -ον, (ἅμιλλα) = τῷ προηγ., Εὐστ. Πονημάτια 208. 33. κτλ.
Spanish (DGE)
-ον
sin rival στρατιώτης Tz.Comm.Ar.3.1121.4, cf. Tz.Alleg.Il.41, σύνεσις An.Boiss.1.274.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀπαράμιλλος, -η) παράμιλλος
αυτός με τον οποίο δεν μπορεί κάποιος να συγκριθεί, ασύγκριτος, ανυπέρβλητος.
German (Pape)
unübertrefflich, Sp.