νυκτερευτής: Difference between revisions

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νυκτερευτής]], o (Α) [[νυκτερευω]]<br />αυτός που κυνηγά ή ψαρεύει [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας («νυκτερευτὴν δέ... [[μηδείς]]... ἑάσῃ μηδαμοῦ θηρεῦσαι», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=[[νυκτερευτής]], o (Α) [[νυκτερευω]]<br />αυτός που κυνηγά ή ψαρεύει [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας («νυκτερευτὴν δέ... [[μηδείς]]... ἑάσῃ μηδαμοῦ θηρεῦσαι», <b>Πλάτ.</b>).
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>der bei [[Nacht]] [[Etwas]] tut</i>, bes. <i>ein [[Jäger]] bei [[Nacht]]</i>, Plat. <i>Legg</i>. VII.824b.
}}
}}

Revision as of 17:05, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτερευτής Medium diacritics: νυκτερευτής Low diacritics: νυκτερευτής Capitals: ΝΥΚΤΕΡΕΥΤΗΣ
Transliteration A: nyktereutḗs Transliteration B: nyktereutēs Transliteration C: nyktereftis Beta Code: nuktereuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, one who hunts or fishes by night, Pl.Lg.824.

Russian (Dvoretsky)

νυκτερευτής: οῦ ὁ ночной охотник или рыболов Plat.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτερευτής: -οῦ, ὁ, ὁ θηρεύων ἢ ἁλιεύων ἐν καιρῷ νυκτός, Πλάτ. Νόμ. 824B.

Greek Monolingual

νυκτερευτής, o (Α) νυκτερευω
αυτός που κυνηγά ή ψαρεύει κατά τη διάρκεια της νύχτας («νυκτερευτὴν δέ... μηδείς... ἑάσῃ μηδαμοῦ θηρεῦσαι», Πλάτ.).

German (Pape)

ὁ, der bei Nacht Etwas tut, bes. ein Jäger bei Nacht, Plat. Legg. VII.824b.