νυκτίμαντις: Difference between revisions

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source
(27)
m (pape replacement)
 
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νυκτίμαντις]], ό, ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[νυκτόμαντις]].
|mltxt=[[νυκτίμαντις]], ό, ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[νυκτόμαντις]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, = [[νυκτόμαντις]], Hesych.
}}
}}

Latest revision as of 17:05, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

νυκτίμαντις: -εως, ὁ, ἡ, = νυκτόμαντις, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

νυκτίμαντις, ό, ἡ (Α)
βλ. νυκτόμαντις.

German (Pape)

ὁ, = νυκτόμαντις, Hesych.