παγκάκιστος: Difference between revisions

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
(30)
 
m (pape replacement)
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[παγκάκιστος]], -ον)<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] σε συναξάρια για τον διάβολο) [[γεμάτος]] [[κακία]], [[μοχθηρός]]<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] μερικών αυτοκρατόρων ή αρχόντων του Βυζαντίου οι οποίοι υπήρξαν διώκτες του χριστιανισμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κάκιστος]]].
|mltxt=-η, -ο (Μ [[παγκάκιστος]], -ον)<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] σε συναξάρια για τον διάβολο) [[γεμάτος]] [[κακία]], [[μοχθηρός]]<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] μερικών αυτοκρατόρων ή αρχόντων του Βυζαντίου οι οποίοι υπήρξαν διώκτες του χριστιανισμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κάκιστος]]].
}}
{{pape
|ptext=Superlat. zu [[πάγκακος]]; Soph. <i>Ant</i>. 742; Eur. <i>Suppl</i>. 529, <i>Med</i>. 465; auch Luc. <i>Demon</i>. 56.
}}
}}

Latest revision as of 17:05, 24 November 2022

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ παγκάκιστος, -ον)
1. (κυρίως σε συναξάρια για τον διάβολο) γεμάτος κακία, μοχθηρός
2. προσωνυμία μερικών αυτοκρατόρων ή αρχόντων του Βυζαντίου οι οποίοι υπήρξαν διώκτες του χριστιανισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + κάκιστος].

German (Pape)

Superlat. zu πάγκακος; Soph. Ant. 742; Eur. Suppl. 529, Med. 465; auch Luc. Demon. 56.