νηττοκτόνος: Difference between revisions
From LSJ
(6_15) |
m (pape replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νηττοκτόνος''': ὁ, ὁ φονεύων νήσσας, [[εἶδος]] ἀετοῦ, Aquila naevia, Φιλῆς περὶ ζῴων, 14. 6· - οὕτω νηττο-[[φόνος]], ὁ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 32, 2. | |lstext='''νηττοκτόνος''': ὁ, ὁ φονεύων νήσσας, [[εἶδος]] ἀετοῦ, Aquila naevia, Φιλῆς περὶ ζῴων, 14. 6· - οὕτω νηττο-[[φόνος]], ὁ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 32, 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νηττοκτόνος]], -ον (Μ)<br /><b>βλ.</b> [[νησσοκτόνος]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>[[Ententöter]], eine [[Adlerart]]</i>, Sp. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:06, 24 November 2022
Greek (Liddell-Scott)
νηττοκτόνος: ὁ, ὁ φονεύων νήσσας, εἶδος ἀετοῦ, Aquila naevia, Φιλῆς περὶ ζῴων, 14. 6· - οὕτω νηττο-φόνος, ὁ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 32, 2.
Greek Monolingual
νηττοκτόνος, -ον (Μ)
βλ. νησσοκτόνος.
German (Pape)
ὁ, Ententöter, eine Adlerart, Sp.