νεανισκάριον: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(26)
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νεανισκάριον]], τὸ (ΑΜ) [[νεανίσκος]]<br />(συν. με υποτιμητική σημ.) υποκορ. του [[νεανίσκος]].
|mltxt=[[νεανισκάριον]], τὸ (ΑΜ) [[νεανίσκος]]<br />(συν. με υποτιμητική σημ.) υποκορ. του [[νεανίσκος]].
}}
{{pape
|ptext=[εᾱ], τό, dim. zu [[νεανίσκος]], Arr. <i>Epict</i>. 2.16.
}}
}}

Revision as of 17:08, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεᾱνισκάριον Medium diacritics: νεανισκάριον Low diacritics: νεανισκάριον Capitals: ΝΕΑΝΙΣΚΑΡΙΟΝ
Transliteration A: neaniskárion Transliteration B: neaniskarion Transliteration C: neaniskarion Beta Code: neaniska/rion

English (LSJ)

τό, Dim. of νεανίσκος, Arr.Epict.2.16.29.

Greek (Liddell-Scott)

νεᾱνισκάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ νεανίσκος, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 16. 29.

Greek Monolingual

νεανισκάριον, τὸ (ΑΜ) νεανίσκος
(συν. με υποτιμητική σημ.) υποκορ. του νεανίσκος.

German (Pape)

[εᾱ], τό, dim. zu νεανίσκος, Arr. Epict. 2.16.