λευκά: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
(6_21)
 
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''λευκά''': τά, οὐδέτ. πληθ. τοῦ [[λευκός]], ἐν χρήσει ὡς οὐσιαστ., δηλοῦν, Ι. τὰ menstrua alba, τῶν νεανίδων ἔμμηνα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἐρυθρά, Ἱππ. 1128Η, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 1, 6, π. Ζ. Γεν. 2. 4, 10. ΙΙ. λεπτὰ καὶ ὡραῖα ὑποδήματα, Ἄλεξ. ἐν «Ταραντίνοις» 4.
|lstext='''λευκά''': τά, οὐδέτ. πληθ. τοῦ [[λευκός]], ἐν χρήσει ὡς οὐσιαστ., δηλοῦν, Ι. τὰ menstrua alba, τῶν νεανίδων ἔμμηνα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἐρυθρά, Ἱππ. 1128Η, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 1, 6, π. Ζ. Γεν. 2. 4, 10. ΙΙ. λεπτὰ καὶ ὡραῖα ὑποδήματα, Ἄλεξ. ἐν «Ταραντίνοις» 4.
}}
{{elru
|elrutext='''λευκά:''' τά<br /><b class="num">1</b> (sc. ἱμάτια) белые одежды (λ. φέρειν ἐν τοῖς πένθεσι Plut.);<br /><b class="num">2</b> мед. [[бели]] (лат. [[fluor]] [[albus]]) Arst.
}}
}}

Latest revision as of 14:46, 25 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

λευκά: τά, οὐδέτ. πληθ. τοῦ λευκός, ἐν χρήσει ὡς οὐσιαστ., δηλοῦν, Ι. τὰ menstrua alba, τῶν νεανίδων ἔμμηνα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἐρυθρά, Ἱππ. 1128Η, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 1, 6, π. Ζ. Γεν. 2. 4, 10. ΙΙ. λεπτὰ καὶ ὡραῖα ὑποδήματα, Ἄλεξ. ἐν «Ταραντίνοις» 4.

Russian (Dvoretsky)

λευκά: τά
1 (sc. ἱμάτια) белые одежды (λ. φέρειν ἐν τοῖς πένθεσι Plut.);
2 мед. бели (лат. fluor albus) Arst.