Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κυπρίδιος: Difference between revisions

From LSJ
(Bailly1_3)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> de Cypris;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> tendre, amoureux.<br />'''Étymologie:''' [[Κύπρις]].
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> [[de Cypris]];<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> [[tendre]], [[amoureux]].<br />'''Étymologie:''' [[Κύπρις]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κυπρίδιος]], -ία, -ον (AM) [[Κύπρις]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[Αφροδίτη]]<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει στον έρωτα, ο [[τρυφερός]].
}}
{{elru
|elrutext='''κῡπρίδιος:''' (ῐδ) любовный, нежный ([[ὄαροι]] Anth.).
}}
}}

Latest revision as of 14:39, 6 December 2022

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 de Cypris;
2 p. ext. tendre, amoureux.
Étymologie: Κύπρις.

Greek Monolingual

κυπρίδιος, -ία, -ον (AM) Κύπρις
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αφροδίτη
2. αυτός που ανήκει στον έρωτα, ο τρυφερός.

Russian (Dvoretsky)

κῡπρίδιος: (ῐδ) любовный, нежный (ὄαροι Anth.).