λωποδυτώ: Difference between revisions
From LSJ
Νύμφη δ' ἄπροικος οὐκ ἔχει παρρησίαν → Sine dote nupta ius loquendi non habet → Doch ohne Mitgift hat die Braut kein Rederecht
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α λωποδυτῶ, | |mltxt=(Α [[λωποδυτῶ]], [[λωποδυτέω]]) [[λωποδύτης]]<br />[[διαπράττω]] [[λωποδυσία]], [[κλέβω]] με [[πανουργία]], [[διαρπάζω]] με [[επιτηδειότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κλέβω]], [[ληστεύω]], [[διαρπάζω]]<br /><b>2.</b> [[κλέβω]] [[κρυφά]] τα ενδύματα τών λουομένων στα λουτρά ή [[αφαιρώ]] βίαια τους επενδύτες τών διαβατών («ἠδίκουν γὰρ ἂν τὰ τοιαῡτα εἰς αὐτὸν παρανομῶν καὶ τὴν πάτριον ἐσθῆτα λωποδυτῶν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> επιδίδομαι σε [[λογοκλοπία]] («τὸν Ὅμηρον ἀναιδῶς λωποδυτοῦσιν», <b>Ανθ. Παλ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:58, 16 December 2022
Greek Monolingual
(Α λωποδυτῶ, λωποδυτέω) λωποδύτης
διαπράττω λωποδυσία, κλέβω με πανουργία, διαρπάζω με επιτηδειότητα
αρχ.
1. κλέβω, ληστεύω, διαρπάζω
2. κλέβω κρυφά τα ενδύματα τών λουομένων στα λουτρά ή αφαιρώ βίαια τους επενδύτες τών διαβατών («ἠδίκουν γὰρ ἂν τὰ τοιαῡτα εἰς αὐτὸν παρανομῶν καὶ τὴν πάτριον ἐσθῆτα λωποδυτῶν», Λουκιαν.)
3. μτφ. επιδίδομαι σε λογοκλοπία («τὸν Ὅμηρον ἀναιδῶς λωποδυτοῦσιν», Ανθ. Παλ.).