λωποδυτῶ

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

Greek Monolingual

λωποδυτῶ, λωποδυτέω) λωποδύτης
διαπράττω λωποδυσία, κλέβω με πανουργία, διαρπάζω με επιτηδειότητα
αρχ.
1. κλέβω, ληστεύω, διαρπάζω
2. κλέβω κρυφά τα ενδύματα τών λουομένων στα λουτρά ή αφαιρώ βίαια τους επενδύτες τών διαβατών («ἠδίκουν γὰρ ἂν τὰ τοιαῡτα εἰς αὐτὸν παρανομῶν καὶ τὴν πάτριον ἐσθῆτα λωποδυτῶν», Λουκιαν.)
3. μτφ. επιδίδομαι σε λογοκλοπία («τὸν Ὅμηρον ἀναιδῶς λωποδυτοῦσιν», Ανθ. Παλ.).