λογοκλόπος: Difference between revisions

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br />αυτός που ιδιοποιείται [[ξένη]] συγγραφική και γενικώς πνευματική [[εργασία]] και τήν παρουσιάζει ως δική του, αυτός που λεηλατεί [[ξένα]] συγγράμματα [[χωρίς]] να τά αναφέρει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λογο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλέπτω]]), [[πρβλ]]. [[αρχαιοκλόπος]], [[βιβλιοκλόπος]]. Η. λ. μαρτυρείται από το 1871 στο <i>Λεξικόν ελληνογαλλικόν</i> του Άγγ. Βλάχου].
|mltxt=ο<br />αυτός που ιδιοποιείται [[ξένη]] συγγραφική και γενικώς πνευματική [[εργασία]] και τήν παρουσιάζει ως δική του, αυτός που λεηλατεί [[ξένα]] συγγράμματα [[χωρίς]] να τά αναφέρει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λογο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλέπτω]]), [[πρβλ]]. [[αρχαιοκλόπος]], [[βιβλιοκλόπος]]. Η. λ. μαρτυρείται από το 1871 στο <i>Λεξικόν ελληνογαλλικόν</i> του Άγγ. Βλάχου].
}}
{{trml
|trtx====[[plagiarist]]===
Bulgarian: плагиат; Catalan: plagiari; Chinese Mandarin: 剽竊者, 剽窃者, 抄襲者, 抄袭者; Czech: plagiátor; Finnish: plagioija; Georgian: პლაგიატორი; German: [[Plagiator]], [[Plagiatorin]]; Greek: [[λογοκλόπος]]; Occitan: plagiari; Polish: plagiator, plagiatorka; Portuguese: [[plagiador]], [[plagiário]]; Spanish: [[plagiador]], [[plagiario]]; Swedish: fuskare, plagiator; Telugu: ఛాయాచోరకవి; Turkish: intihalci
}}
}}

Latest revision as of 18:17, 16 December 2022

Greek Monolingual

ο
αυτός που ιδιοποιείται ξένη συγγραφική και γενικώς πνευματική εργασία και τήν παρουσιάζει ως δική του, αυτός που λεηλατεί ξένα συγγράμματα χωρίς να τά αναφέρει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λογο- + -κλόπος (< κλέπτω), πρβλ. αρχαιοκλόπος, βιβλιοκλόπος. Η. λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].

Translations

plagiarist

Bulgarian: плагиат; Catalan: plagiari; Chinese Mandarin: 剽竊者, 剽窃者, 抄襲者, 抄袭者; Czech: plagiátor; Finnish: plagioija; Georgian: პლაგიატორი; German: Plagiator, Plagiatorin; Greek: λογοκλόπος; Occitan: plagiari; Polish: plagiator, plagiatorka; Portuguese: plagiador, plagiário; Spanish: plagiador, plagiario; Swedish: fuskare, plagiator; Telugu: ఛాయాచోరకవి; Turkish: intihalci