διαδαίομαι: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ὑπὸ ἐμοῦ διδόμενα τεθήσεται ἐν τῷ ἱερῷ → what I give will be put in the temple

Source
(Bailly1_1)
 
m (Text replacement - "ἐς " to "ἐς ")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ao. 3ᵉ pl.</i> [[διεδάσαντο]];<br />partager entre soi : [[τι]] qch ; [[ἐς]] φυλάς HDT partager entre les tribus.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[δαίομαι]].
|btext=<i>ao. 3ᵉ pl.</i> [[διεδάσαντο]];<br />partager entre soi : τι qch ; ἐς φυλάς HDT partager entre les tribus.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[δαίομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''διαδαίομαι:''' [[делить между собой]], [[разделять]] (κειμήλια [[παῦρα]] Hom. - in tmesi; γαῖαν [[τρίχα]] Pind. - in tmesi; τὴν ληΐην Her.).
}}
{{pape
|ptext=medium (s. [[δαίομαι]]), <i>[[verteilen]]</i>; in tmesi <i>Il</i>. 9.333 διὰ παῦρα [[δασάσκετο]], πολλὰ δ' ἔχεσκεν; Pind. <i>O</i>. 7.75 διὰ γαῖαν [[τρίχα]] δασσάμενοι πατρωΐαν; [[διεδάσαντο]] τὴν ληΐην Her. 8.121; ἐς φυλάς 4.145; [[δεύματα]] [[κρεῶν]] Pind. <i>Ol</i>. 1.51. – Vgl. [[διαδατέομαι]].
}}
}}

Latest revision as of 21:35, 17 December 2022

French (Bailly abrégé)

ao. 3ᵉ pl. διεδάσαντο;
partager entre soi : τι qch ; ἐς φυλάς HDT partager entre les tribus.
Étymologie: διά, δαίομαι.

Russian (Dvoretsky)

διαδαίομαι: делить между собой, разделять (κειμήλια παῦρα Hom. - in tmesi; γαῖαν τρίχα Pind. - in tmesi; τὴν ληΐην Her.).

German (Pape)

medium (s. δαίομαι), verteilen; in tmesi Il. 9.333 διὰ παῦρα δασάσκετο, πολλὰ δ' ἔχεσκεν; Pind. O. 7.75 διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι πατρωΐαν; διεδάσαντο τὴν ληΐην Her. 8.121; ἐς φυλάς 4.145; δεύματα κρεῶν Pind. Ol. 1.51. – Vgl. διαδατέομαι.