δεφτέρι: Difference between revisions

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
(9)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[τεφτέρι]], ντεφτέρι, διφτέρι, το<br /><b>1.</b> [[κατάστιχο]], [[βιβλίο]] λογαριασμών<br /><b>2.</b> το [[βιβλίο]], η [[βίβλος]] («νέα [[ιστορία]] γράφεται στα ολάσπρα της δεφτέρια», Παλαμ.)<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «[[διάολος]] σαν μουφλουζέψει, τα [[παλιά]] δεφτέρια πιάνει» — για όσους ανατρέχουν σε παλιούς λογαριασμούς, δοσοληψίες και αναμνήσεις του παρελθόντος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[τεφτέρι]] <span style="color: red;"><</span> <b>τουρκ.</b> <i>tefter</i> <span style="color: red;"><</span> (μσν. ελλ.) [[διφθέριον]], υποκορ. του αρχ. [[διφθέρα]] «[[δέρμα]], δερμάτινο [[βιβλίο]]»].
|mltxt=[[δεφτέρι]] και [[τεφτέρι]], [[ντεφτέρι]], [[διφτέρι]], το<br /><b>1.</b> [[κατάστιχο]], [[βιβλίο]] λογαριασμών<br /><b>2.</b> το [[βιβλίο]], η [[βίβλος]] («νέα [[ιστορία]] γράφεται στα ολάσπρα της δεφτέρια», Παλαμ.)<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «[[διάολος]] σαν μουφλουζέψει, τα [[παλιά]] δεφτέρια πιάνει» — για όσους ανατρέχουν σε παλιούς λογαριασμούς, δοσοληψίες και αναμνήσεις του παρελθόντος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[τεφτέρι]] <span style="color: red;"><</span> <b>τουρκ.</b> <i>tefter</i> <span style="color: red;"><</span> (μσν. ελλ.) [[διφθέριον]], υποκορ. του αρχ. [[διφθέρα]] «[[δέρμα]], δερμάτινο [[βιβλίο]]»].
}}
}}

Latest revision as of 09:02, 21 December 2022

Greek Monolingual

δεφτέρι και τεφτέρι, ντεφτέρι, διφτέρι, το
1. κατάστιχο, βιβλίο λογαριασμών
2. το βιβλίο, η βίβλος («νέα ιστορία γράφεται στα ολάσπρα της δεφτέρια», Παλαμ.)
3. παροιμ. «διάολος σαν μουφλουζέψει, τα παλιά δεφτέρια πιάνει» — για όσους ανατρέχουν σε παλιούς λογαριασμούς, δοσοληψίες και αναμνήσεις του παρελθόντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τεφτέρι < τουρκ. tefter < (μσν. ελλ.) διφθέριον, υποκορ. του αρχ. διφθέρα «δέρμα, δερμάτινο βιβλίο»].