τεφτέρι

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source

Greek Monolingual

και δεφτέρι και ντεφτέρι, το, Ν
τετράδιο λογαριασμών, κατάστιχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο λ., πρβλ. τουρκ. tefter < μσν. διφθέριον, υποκορ. του διφθέρα «δέρμα, δερμάτινο βιβλίο»].