Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τεφτέρι

From LSJ

Greek Monolingual

και δεφτέρι και ντεφτέρι, το, Ν
τετράδιο λογαριασμών, κατάστιχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο λ., πρβλ. τουρκ. tefter < μσν. διφθέριον, υποκορ. του διφθέρα «δέρμα, δερμάτινο βιβλίο»].