πρόφανσις: Difference between revisions

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
(6_8)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />[[recommandation]].<br />'''Étymologie:''' [[προφαίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''πρόφανσις:''' εως ἡ [[предсказание]] (Soph. - v. l. к [[πρόφασις]]).
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πρόφανσις''': -εως, ἡ, ἀντὶ [[πρόφασις]], Σοφ. Τρ. 262, ἐξ εἰκασίας τοῦ Δινδ., ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ, πρβλ. καὶ Εὐστ. Πονημ. 96. 18.
|lstext='''πρόφανσις''': -εως, ἡ, ἀντὶ [[πρόφασις]], Σοφ. Τρ. 262, ἐξ εἰκασίας τοῦ Δινδ., ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ, πρβλ. καὶ Εὐστ. Πονημ. 96. 18.
}}
{{grml
|mltxt=-άνσεως, ἡ, ΜΑ [[προφαίνω]]<br />[[υπόδειξη]] εκ τών προτέρων, [[οδηγία]].
}}
}}

Latest revision as of 14:50, 8 January 2023

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
recommandation.
Étymologie: προφαίνω.

Russian (Dvoretsky)

πρόφανσις: εως ἡ предсказание (Soph. - v. l. к πρόφασις).

Greek (Liddell-Scott)

πρόφανσις: -εως, ἡ, ἀντὶ πρόφασις, Σοφ. Τρ. 262, ἐξ εἰκασίας τοῦ Δινδ., ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ, πρβλ. καὶ Εὐστ. Πονημ. 96. 18.

Greek Monolingual

-άνσεως, ἡ, ΜΑ προφαίνω
υπόδειξη εκ τών προτέρων, οδηγία.