πρόφανσις

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
recommandation.
Étymologie: προφαίνω.

Russian (Dvoretsky)

πρόφανσις: εως ἡ предсказание (Soph. - v. l. к πρόφασις).

Greek (Liddell-Scott)

πρόφανσις: -εως, ἡ, ἀντὶ πρόφασις, Σοφ. Τρ. 262, ἐξ εἰκασίας τοῦ Δινδ., ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ, πρβλ. καὶ Εὐστ. Πονημ. 96. 18.

Greek Monolingual

-άνσεως, ἡ, ΜΑ προφαίνω
υπόδειξη εκ τών προτέρων, οδηγία.