πιπερίζω: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
(32)
 
m (Text replacement - "]]]]<br />" to "]]<br />")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[πεπερίζω]], ΝΑ, και διαλ. τ. [[πιπιρίζω]] Ν [[πιπέρι]]/ [[πέπερι]]]]<br /><b>(αμτβ.)</b> έχω τη [[γεύση]] πιπεριού, [[καίω]] σαν το [[πιπέρι]]<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> (σχετικά με [[έδεσμα]]) [[ρίχνω]] [[πιπέρι]].
|mltxt=[[πεπερίζω]], ΝΑ, και διαλ. τ. [[πιπιρίζω]] Ν [[πιπέρι]]/ [[πέπερι]]<br /><b>(αμτβ.)</b> έχω τη [[γεύση]] πιπεριού, [[καίω]] σαν το [[πιπέρι]]<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> (σχετικά με [[έδεσμα]]) [[ρίχνω]] [[πιπέρι]].
}}
}}

Latest revision as of 18:44, 10 January 2023

Greek Monolingual

πεπερίζω, ΝΑ, και διαλ. τ. πιπιρίζω Ν πιπέρι/ πέπερι
(αμτβ.) έχω τη γεύση πιπεριού, καίω σαν το πιπέρι
2. (μτβ.) (σχετικά με έδεσμα) ρίχνω πιπέρι.