homosexual: Difference between revisions
From LSJ
ὦ ξεῖν', ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι → go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie | go tell the Spartans, thou that passest by, that here obedient to their words we lie
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ | |sltx=[[ἀνδροβάτης]], [[ἀνδροκοίτης]], [[ἀνδρόπορνος]], [[ἀρρενοκοίτης]], [[ἀρσενοβάτης]], [[ἀρσενοκοίτης]], [[ἀρσενομίκτης]], [[ἀρσενόπαις]], [[βάτταλος]], [[βάταλος]], [[ἐμβασικοίτας]], [[εὐρύπρωκτος]], [[θερμόπρωκτος]], [[κατάπυγος]], [[καταπύγων]], [[κατωμόχανος]], [[κίναιδος]], [[κιναιδώδης]], [[κυβάλης]], [[λακαταπύγων]], [[λακκόπρωκτος]], [[λάσταυρος]], [[μεῖραξ]], [[παγκαταπύγων]], [[παθικός]], [[πειώλης]], [[περάντης]], [[σπαταλοκίναιδος]], [[φιλοπυγιστής]], [[χαυνόπρωκτος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:49, 12 February 2023
Spanish > Greek
ἀνδροβάτης, ἀνδροκοίτης, ἀνδρόπορνος, ἀρρενοκοίτης, ἀρσενοβάτης, ἀρσενοκοίτης, ἀρσενομίκτης, ἀρσενόπαις, βάτταλος, βάταλος, ἐμβασικοίτας, εὐρύπρωκτος, θερμόπρωκτος, κατάπυγος, καταπύγων, κατωμόχανος, κίναιδος, κιναιδώδης, κυβάλης, λακαταπύγων, λακκόπρωκτος, λάσταυρος, μεῖραξ, παγκαταπύγων, παθικός, πειώλης, περάντης, σπαταλοκίναιδος, φιλοπυγιστής, χαυνόπρωκτος