usefully: Difference between revisions
From LSJ
ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx=Bulgarian: полезно; Catalan: útilment; Czech: užitečně; Finnish: hyödyllisesti, käytännöllisesti; French: [[utilement]]; Old English: nytlīċe; Portuguese: [[utilmente]]; Spanish: [[útilmente]] | |trtx=Bulgarian: полезно; Catalan: útilment; Czech: užitečně; Finnish: hyödyllisesti, käytännöllisesti; French: [[utilement]]; Greek: [[χρησίμως]], [[αποτελεσματικά]], [[εποικοδομητικά]]; Ancient Greek: [[ἐπωφελῶς]], [[εὐχρήστως]], [[λυσιτελούντως]], [[λυσιτελῶς]], [[ὀνησίμως]], [[προὔργου]], [[συμφερόντως]], [[συμφόρως]], [[χρειωδῶς]], [[χρησίμως]], [[χρηστικῶς]], [[ὠφελίμως]]; Old English: nytlīċe; Portuguese: [[utilmente]]; Spanish: [[útilmente]] | ||
}} | }} |
Revision as of 09:02, 12 March 2023
English > Greek (Woodhouse)
adverb
P. and V. προὔργου, P. συμφόρως, χρησίμως, ὠφελίμως, συμφερόντως, λυσιτελούντως, εὐχρήστως, χρηστικῶς, ἐπιτηδείως.
Translations
Bulgarian: полезно; Catalan: útilment; Czech: užitečně; Finnish: hyödyllisesti, käytännöllisesti; French: utilement; Greek: χρησίμως, αποτελεσματικά, εποικοδομητικά; Ancient Greek: ἐπωφελῶς, εὐχρήστως, λυσιτελούντως, λυσιτελῶς, ὀνησίμως, προὔργου, συμφερόντως, συμφόρως, χρειωδῶς, χρησίμως, χρηστικῶς, ὠφελίμως; Old English: nytlīċe; Portuguese: utilmente; Spanish: útilmente