ἀσύμφυρτος: Difference between revisions

From LSJ

ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils

Source
(6)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσύμφυρτος]], -ον) [[συμφύρω]]<br /><b>1.</b> [[χωρίς]] [[σύμφυρση]], [[αμιγής]], [[καθαρός]]<br /><b>2.</b> [[χωρίς]] [[ακαταστασία]], [[τακτικός]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσύμφυρτος]], -ον) [[συμφύρω]]<br /><b>1.</b> [[χωρίς]] [[σύμφυρση]], [[αμιγής]], [[καθαρός]]<br /><b>2.</b> [[χωρίς]] [[ακαταστασία]], [[τακτικός]].
}}
{{trml
|trtx====[[orderly]]===
Armenian: կոկիկ; Bulgarian: акуратен, подреден; Cebuano: hapsay; Danish: ordentlig, velordnet; Dutch: [[ordelijk]]; Finnish: järjestynyt; French: [[ordonné]]; German: [[ordentlich]]; Greek: [[τακτικός]], [[τακτοποιημένος]], [[συμμαζεμένος]], [[μεθοδικός]]; Ancient Greek: [[ἀσύμφυρτος]], [[ἐμμελής]], [[ἔντακτος]], [[εὔκοσμος]], [[εὔρυθμος]], [[εὐσταλής]], [[εὔτακτος]], [[κόσμιος]]; Hungarian: rendes, rendszerető; Icelandic: skipulegur, reglulegur; Italian: [[ordinato]]; Japanese: 整然; Kurdish Central Kurdish: ڕێکوپێکی‎; Macedonian: уреден; Russian: [[опрятный]], [[аккуратный]]; Spanish: [[ordenado]]; Swedish: ordentlig; Thai: มีระเบียบ, เป็นระเบียบ
}}
}}

Latest revision as of 20:30, 2 April 2023

German (Pape)

[Seite 380] nicht gemengt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσύμφυρτος: -ον, μὴ συμπεφυρμένος, ἄμικτος, Διον. Ἀρεοπ. σ. 74Α, 236Β, 478D κ. ἀλλ. - Ἐπίρρ. ἀσυμφύρτως Παχυμ. εἰς Διον. Ἀρεοπ. σ. 122.

Spanish (DGE)

-ον
1 no fusionado o mezclado, distinto καὶ πάντα ἀπὸ πάντων ἀμιγῆ καὶ ἀσύμφυρτα διασώζουσα Dion.Ar.DN M.3.896A.
2 carente de confusión, ordenado εὐταξία Dion.Ar.CH M.3.240A, τάξις Dion.Ar.EH M.3.377A.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσύμφυρτος, -ον) συμφύρω
1. χωρίς σύμφυρση, αμιγής, καθαρός
2. χωρίς ακαταστασία, τακτικός.

Translations

orderly

Armenian: կոկիկ; Bulgarian: акуратен, подреден; Cebuano: hapsay; Danish: ordentlig, velordnet; Dutch: ordelijk; Finnish: järjestynyt; French: ordonné; German: ordentlich; Greek: τακτικός, τακτοποιημένος, συμμαζεμένος, μεθοδικός; Ancient Greek: ἀσύμφυρτος, ἐμμελής, ἔντακτος, εὔκοσμος, εὔρυθμος, εὐσταλής, εὔτακτος, κόσμιος; Hungarian: rendes, rendszerető; Icelandic: skipulegur, reglulegur; Italian: ordinato; Japanese: 整然; Kurdish Central Kurdish: ڕێکوپێکی‎; Macedonian: уреден; Russian: опрятный, аккуратный; Spanish: ordenado; Swedish: ordentlig; Thai: มีระเบียบ, เป็นระเบียบ