τακτοποιημένος
θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
Translations
orderly
Armenian: կոկիկ; Bulgarian: акуратен, подреден; Cebuano: hapsay; Danish: ordentlig, velordnet; Dutch: ordelijk; Finnish: järjestynyt; French: ordonné; German: ordentlich; Greek: τακτικός, τακτοποιημένος, συμμαζεμένος, μεθοδικός; Ancient Greek: ἀσύμφυρτος, ἐμμελής, ἔντακτος, εὔκοσμος, εὔρυθμος, εὐσταλής, εὔτακτος, κόσμιος; Hungarian: rendes, rendszerető; Icelandic: skipulegur, reglulegur; Italian: ordinato; Japanese: 整然; Kurdish Central Kurdish: ڕێکوپێکی; Macedonian: уреден; Russian: опрятный, аккуратный; Spanish: ordenado; Swedish: ordentlig; Thai: มีระเบียบ, เป็นระเบียบ