λογοπράτης: Difference between revisions
From LSJ
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
m (pape replacement) |
|||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λογοπράτης]], ὁ (Α)<br />(για τον Ιούδα) αυτός που πούλησε τον Λόγο του Θεού, τον Χριστό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λογο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πράτης]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>πρα</i>-, [[πρβλ]]. | |mltxt=[[λογοπράτης]], ὁ (Α)<br />(για τον Ιούδα) αυτός που πούλησε τον Λόγο του Θεού, τον Χριστό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λογο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πράτης]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>πρα</i>-, [[πρβλ]]. [[πέπρα]]-<i>κα</i>, παρακμ. του [[πιπράσκω]] «[[πωλώ]]»), [[πρβλ]]. [[δημο]]-[[πράτης]], <i>λαχανο</i>-[[πράτης]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=ὁ, <i>der [[Reden]] [[verkauft]], für [[Geld]] [[Reden]] [[schreibt]]</i>, Sp. | |ptext=ὁ, <i>der [[Reden]] [[verkauft]], für [[Geld]] [[Reden]] [[schreibt]]</i>, Sp. | ||
}} | }} |
Revision as of 06:25, 8 May 2023
Greek (Liddell-Scott)
λογοπράτης: [ᾱ], -ου, ὁ, ὁ πωλήσας τὸν ΛΟΓΟΝ, ἐπὶ τοῦ προδότου Ἰούδα, Γρηγ. Ναζ.
Greek Monolingual
λογοπράτης, ὁ (Α)
(για τον Ιούδα) αυτός που πούλησε τον Λόγο του Θεού, τον Χριστό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λογο- + -πράτης (< θ. πρα-, πρβλ. πέπρα-κα, παρακμ. του πιπράσκω «πωλώ»), πρβλ. δημο-πράτης, λαχανο-πράτης.