λιπόγεως: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ πολὺς ἄκρατος ὀλίγ' ἀναγκάζει φρονεῖν → Multum meracum pauca sapere nos facit → Nur wenig denken lässt viel ungemischter Wein

Menander, Monostichoi, 420
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $2$4")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιπόγεως]], -ων (Α)<br />αυτός που έχει [[έλλειψη]] γης, που στερείται γης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γεως</i> ([[άλλη]] [[μορφή]] στην ιων. -αττ. του θ. της λ. <i>γῆ</i>), [[πρβλ]]. <i>βαθύ</i>-<i>γεως</i>, [[λεπτό]]-<i>γεως</i>].
|mltxt=[[λιπόγεως]], -ων (Α)<br />αυτός που έχει [[έλλειψη]] γης, που στερείται γης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γεως</i> ([[άλλη]] [[μορφή]] στην ιων. -αττ. του θ. της λ. <i>γῆ</i>), [[πρβλ]]. [[βαθύγεως]], [[λεπτό]]-<i>γεως</i>].
}}
}}

Latest revision as of 06:25, 8 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

λῐπόγεως: -ων, ἔχων ἔλλειψιν γῆς, Μακαρ. Ὁμ. σ. 145.

Greek Monolingual

λιπόγεως, -ων (Α)
αυτός που έχει έλλειψη γης, που στερείται γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + -γεως (άλλη μορφή στην ιων. -αττ. του θ. της λ. γῆ), πρβλ. βαθύγεως, λεπτό-γεως].