λιπόγεως: Difference between revisions

From LSJ

πρὸς ἠοίων ἢ ἑσπερίων ἀνθρώπων → from men of the east or of the west

Source
(6_22)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $2$4")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐπόγεως''': -ων, ἔχων ἔλλειψιν γῆς, Μακαρ. Ὁμ. σ. 145.
|lstext='''λῐπόγεως''': -ων, ἔχων ἔλλειψιν γῆς, Μακαρ. Ὁμ. σ. 145.
}}
{{grml
|mltxt=[[λιπόγεως]], -ων (Α)<br />αυτός που έχει [[έλλειψη]] γης, που στερείται γης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γεως</i> ([[άλλη]] [[μορφή]] στην ιων. -αττ. του θ. της λ. <i>γῆ</i>), [[πρβλ]]. [[βαθύγεως]], [[λεπτό]]-<i>γεως</i>].
}}
}}

Latest revision as of 06:25, 8 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

λῐπόγεως: -ων, ἔχων ἔλλειψιν γῆς, Μακαρ. Ὁμ. σ. 145.

Greek Monolingual

λιπόγεως, -ων (Α)
αυτός που έχει έλλειψη γης, που στερείται γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + -γεως (άλλη μορφή στην ιων. -αττ. του θ. της λ. γῆ), πρβλ. βαθύγεως, λεπτό-γεως].