μειονέκτης: Difference between revisions
From LSJ
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]") |
|||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μειονέκτης]], -ου, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός ο [[οποίος]] έχει λιγότερο<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> ο [[κατώτερος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μεῖον]] (<b>βλ. λ.</b> [[μείων]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>εκτης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[μειονέκτης]], -ου, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός ο [[οποίος]] έχει λιγότερο<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> ο [[κατώτερος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μεῖον]] (<b>βλ. λ.</b> [[μείων]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>εκτης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>), [[πρβλ]]. [[πλεονέκτης]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:45, 8 May 2023
German (Pape)
[Seite 116] ὁ, der weniger hat, zu kurz kommt, im Nachtheil ist, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μειονέκτης: -ου, ὁ, ὁ ἔχων μεῖον ὀλιγώτερον, Ἀνώνυμ. εἰς τὸ τέλος τοῦ περὶ Παθῶν συγγράμματος Ἀνδρονίκου τοῦ Ροδίου σ. 756.
Greek Monolingual
μειονέκτης, -ου, ὁ (Α)
1. αυτός ο οποίος έχει λιγότερο
2. συνεκδ. ο κατώτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεῖον (βλ. λ. μείων) + -εκτης (< ἔχω), πρβλ. πλεονέκτης].