μετριοφιλής: Difference between revisions

From LSJ

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μετριοφιλής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αρκείται στο [[μέτρο]], που αγαπά τη [[μετριότητα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μετριοφιλές</i><br />η [[αγάπη]] του μέτρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέτριος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φιλής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φίλος]]), [[πρβλ]]. <i>θεο</i>-<i>φιλής</i>].
|mltxt=[[μετριοφιλής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αρκείται στο [[μέτρο]], που αγαπά τη [[μετριότητα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μετριοφιλές</i><br />η [[αγάπη]] του μέτρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέτριος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φιλής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φίλος]]), [[πρβλ]]. [[θεοφιλής]]].
}}
}}

Revision as of 06:48, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετριοφῐλής Medium diacritics: μετριοφιλής Low diacritics: μετριοφιλής Capitals: ΜΕΤΡΙΟΦΙΛΗΣ
Transliteration A: metriophilḗs Transliteration B: metriophilēs Transliteration C: metriofilis Beta Code: metriofilh/s

English (LSJ)

ές, loving equity, PRyl.114.3 (iii A.D.). -φρονέω, think modestly, be moderate, Sch.Il.8.175, Hsch. s.v. μετριάζει.

Greek Monolingual

μετριοφιλής, -ές (Α)
1. αυτός που αρκείται στο μέτρο, που αγαπά τη μετριότητα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μετριοφιλές
η αγάπη του μέτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτριος + -φιλής (< φίλος), πρβλ. θεοφιλής].