μυκητίας: Difference between revisions

From LSJ

δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυκητίας]], ὁ (ΑΜ)<br /><b>φρ.</b> «[[μυκητίας]] [[σεισμός]]» — [[σεισμός]] που συνοδεύεται από υπόκωφη βοή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μυκητής]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βρασματ</i>-<i>ίας</i>, <i>σεισματ</i>-<i>ίας</i>)].
|mltxt=[[μυκητίας]], ὁ (ΑΜ)<br /><b>φρ.</b> «[[μυκητίας]] [[σεισμός]]» — [[σεισμός]] που συνοδεύεται από υπόκωφη βοή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μυκητής]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> [[βρασματίας]], [[σεισματίας]])].
}}
}}

Revision as of 08:15, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυκητίας Medium diacritics: μυκητίας Low diacritics: μυκητίας Capitals: ΜΥΚΗΤΙΑΣ
Transliteration A: mykētías Transliteration B: mykētias Transliteration C: mykitias Beta Code: mukhti/as

English (LSJ)

σεισμός, , an earthquake accompanied with roaring underground, Arist.Mu.396a11 (but perhaps rather μυκῆται, as Stob.).

German (Pape)

[Seite 216] σεισμός, ὁ, mit unterirdischem Gebrüll verbundenes Erdbeben, Arist. mund. 4 p. 396.

Russian (Dvoretsky)

μῡκητίας: ου adj. m ревущий, сопровождающийся гулом (σεισμός Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

μῡκητίας: σεισμός, ὁ, σεισμὸς συνοδευόμενος ὑπὸ ὑπογείου μυκηθμοῦ, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 32,

Greek Monolingual

μυκητίας, ὁ (ΑΜ)
φρ. «μυκητίας σεισμός» — σεισμός που συνοδεύεται από υπόκωφη βοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυκητής + κατάλ. -ίας (πρβλ. βρασματίας, σεισματίας)].