πολυαμάρτητος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ πολὺς ἄκρατος ὀλίγ' ἀναγκάζει φρονεῖν → Multum meracum pauca sapere nos facit → Nur wenig denken lässt viel ungemischter Wein

Menander, Monostichoi, 420
(6_17)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυαμάρτητος''': -ον, ὁ εἰς πολλὰς ἁμαρτίας ὑποπεσών, [[σφόδρα]] [[ἁμαρτωλός]], Ἀνδρ. [[Κρήτ]]. σ. 271, κλπ.
|lstext='''πολυαμάρτητος''': -ον, ὁ εἰς πολλὰς ἁμαρτίας ὑποπεσών, [[σφόδρα]] [[ἁμαρτωλός]], Ἀνδρ. [[Κρήτ]]. σ. 271, κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που υπέπεσε σε πολλές αμαρτίες, ο πολύ [[αμαρτωλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἁμαρτάνω]] (<b>πρβλ.</b> [[αναμάρτητος]], [[δυσαμάρτητος]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:20, 8 May 2023

German (Pape)

[Seite 659] sehr sündig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολυαμάρτητος: -ον, ὁ εἰς πολλὰς ἁμαρτίας ὑποπεσών, σφόδρα ἁμαρτωλός, Ἀνδρ. Κρήτ. σ. 271, κλπ.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που υπέπεσε σε πολλές αμαρτίες, ο πολύ αμαρτωλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἁμαρτάνω (πρβλ. αναμάρτητος, δυσαμάρτητος)].