αναμάρτητος

From LSJ

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀναμάρτητος, -ον) ἁμαρτάνω
1. αυτός που δεν έχει αμαρτήσει, άμεμπτος, ανεπίληπτος, αγνός
2. αυτός που δεν κάνει ποτέ λάθη, αλάθητος, αλάνθαστος
3. το ουδ. ως ουσ. το αναμάρτητο(ν)
η αναμαρτησία
μσν.
αυτός που έχει λυτρωθεί από την αμαρτία με τη μετάνοια
αρχ.
1. (για πράγματα) αυτός που δεν έγινε από λάθος, που έγινε αναπόφευκτα
2. (το ουδ. στον υπερθ. ως ουσ.) τὸ ἀναμαρτητότατον η αναμαρτησία
3. φρ. «ἀναμάρτητος πρός τινα», αυτός που δεν έχει κάνει κακό σε κανέναν.