χαύναξ: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
(46)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-αύνακος, ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[αλαζόνας]] ή [[απατεώνας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. σχηματισμένος από το επίθ. [[χαῦνος]] με</i> το [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, -<i>ακος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γαύρ</i>-<i>αξ</i>, <i>φέν</i>-<i>αξ</i>)].
|mltxt=-αύνακος, ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[αλαζόνας]] ή [[απατεώνας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. σχηματισμένος από το επίθ. [[χαῦνος]] με</i> το [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, -<i>ακος</i> (<b>πρβλ.</b> [[γαύραξ]], [[φέναξ]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:25, 8 May 2023

German (Pape)

[Seite 1341] ακος, ὁ, ein Maulaffe, auch ein Aufschneider, Betrüger, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

χαύναξ: -ᾱκος, ὁ, κομπαστής, ἀλαζών, ψευδολόγος, ἀπατεών, «χαυνάκων· χαυνοποιῶν, οἱ δὲ χαυνολόγων» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-αύνακος, ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) αλαζόνας ή απατεώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. σχηματισμένος από το επίθ. χαῦνος με το επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. γαύραξ, φέναξ)].