ομηγερής: Difference between revisions
From LSJ
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
(28) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὁμηγερής]] και δωρ. τ. ὁμαγερής, -ές (Α)<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> συναθροισμένος, συγκεντρωμένος («οἱ δ' ἕατ' εἰν ἀγορῇ... πάντες ὁμηγερέες», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ὁμηγερὴς [[γίγνομαι]]» — συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγερής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>αγερ</i>- του [[ἀγείρω]] «[[συναθροίζω]], [[συγκεντρώνω]]»), με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως και σιγμόληκτο σχηματισμό ( | |mltxt=[[ὁμηγερής]] και δωρ. τ. ὁμαγερής, -ές (Α)<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> συναθροισμένος, συγκεντρωμένος («οἱ δ' ἕατ' εἰν ἀγορῇ... πάντες ὁμηγερέες», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ὁμηγερὴς [[γίγνομαι]]» — συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγερής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>αγερ</i>- του [[ἀγείρω]] «[[συναθροίζω]], [[συγκεντρώνω]]»), με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως και σιγμόληκτο σχηματισμό ([[πρβλ]]. [[νεφεληγερής]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:42, 8 May 2023
Greek Monolingual
ὁμηγερής και δωρ. τ. ὁμαγερής, -ές (Α)
(επικ. τ.)
1. συναθροισμένος, συγκεντρωμένος («οἱ δ' ἕατ' εἰν ἀγορῇ... πάντες ὁμηγερέες», Ομ. Ιλ.)
2. φρ. «ὁμηγερὴς γίγνομαι» — συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ηγερής (< θ. αγερ- του ἀγείρω «συναθροίζω, συγκεντρώνω»), με έκταση λόγω συνθέσεως και σιγμόληκτο σχηματισμό (πρβλ. νεφεληγερής)].