ονήτωρ: Difference between revisions

From LSJ

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source
(3b)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀνήτωρ]] και δωρ. τ. ὀνάτωρ, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[ωφέλιμος]], [[χρήσιμος]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] εμπλάστρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀνη</i>- του [[ὀνίνημι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γεννή</i>-<i>τωρ</i>)].
|mltxt=[[ὀνήτωρ]] και δωρ. τ. ὀνάτωρ, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[ωφέλιμος]], [[χρήσιμος]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] εμπλάστρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀνη</i>- του [[ὀνίνημι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> ([[πρβλ]]. [[γεννήτωρ]])].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ονήτωρ:''' дор. [[ὀνάτωρ]], ορος (ᾱ) adj. m приносящий пользу, благодетельный Pind.
|elrutext='''ονήτωρ:''' дор. [[ὀνάτωρ]], ορος (ᾱ) adj. m приносящий пользу, благодетельный Pind.
}}
}}

Latest revision as of 08:45, 8 May 2023

Greek Monolingual

ὀνήτωρ και δωρ. τ. ὀνάτωρ, ὁ (Α)
1. ωφέλιμος, χρήσιμος
2. είδος εμπλάστρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀνη- του ὀνίνημι + επίθημα -τωρ (πρβλ. γεννήτωρ)].

Russian (Dvoretsky)

ονήτωρ: дор. ὀνάτωρ, ορος (ᾱ) adj. m приносящий пользу, благодетельный Pind.