ορυκτήριος: Difference between revisions
From LSJ
εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
(29) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὀρυκτήριος, -ία, -ον (Μ)<br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]] για όρυξη, για [[εκσκαφή]] του εδάφους<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b | |mltxt=ὀρυκτήριος, -ία, -ον (Μ)<br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]] για όρυξη, για [[εκσκαφή]] του εδάφους<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ὀρυκτήριον]]<br />σκαπτικό [[εργαλείο]], ο όρυξ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀρύσσω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> ([[πρβλ]]. [[διδακτήριος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:46, 8 May 2023
Greek Monolingual
ὀρυκτήριος, -ία, -ον (Μ)
1. κατάλληλος για όρυξη, για εκσκαφή του εδάφους
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀρυκτήριον
σκαπτικό εργαλείο, ο όρυξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρύσσω + επίθημα -τήριος (πρβλ. διδακτήριος)].