πετούμενος: Difference between revisions

From LSJ

Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang

Menander, Monostichoi, 131
(32)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{...)
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που πετάει, ιπτάμενος («[[πουλί]] πετούμενο έγινε πια ο [[άνθρωπος]])<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πετούμενο</i><br />το [[πτηνό]], το [[πουλί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτχ. του ρ. [[πετώ]] σχηματισμένη με κατάλ. -<i>ούμενος</i> τών μτχ. τών συνηρημένων ρημάτων (<b>πρβλ.</b> <i>μελλ</i>-<i>ούμενος</i>, <i>πλε</i>-<i>ούμενα</i>, <i>χρειαζ</i>-<i>ούμενα</i>)].
|mltxt=-η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που πετάει, ιπτάμενος («[[πουλί]] πετούμενο έγινε πια ο [[άνθρωπος]])<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πετούμενο</i><br />το [[πτηνό]], το [[πουλί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτχ. του ρ. [[πετώ]] σχηματισμένη με κατάλ. -<i>ούμενος</i> τών μτχ. τών συνηρημένων ρημάτων ([[πρβλ]]. [[μελλούμενος]], [[πλεούμενα]], [[χρειαζούμενα]])].
}}
}}

Latest revision as of 10:23, 8 May 2023

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. αυτός που πετάει, ιπτάμενος («πουλί πετούμενο έγινε πια ο άνθρωπος)
2. το ουδ. ως ουσ. το πετούμενο
το πτηνό, το πουλί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. του ρ. πετώ σχηματισμένη με κατάλ. -ούμενος τών μτχ. τών συνηρημένων ρημάτων (πρβλ. μελλούμενος, πλεούμενα, χρειαζούμενα)].