πολυπίδαξ: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source
(33)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ακος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που έχει πολλούς πίδακες, πολλές πηγές («Ἴδην πολυπίδακα», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πῖδαξ]], -<i>ακος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μεθυ</i>-[[πῖδαξ]])].
|mltxt=-ακος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που έχει πολλούς πίδακες, πολλές πηγές («Ἴδην πολυπίδακα», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πῖδαξ]], -<i>ακος</i> ([[πρβλ]]. [[μεθυπῖδαξ]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:59, 8 May 2023

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει πολλούς πίδακες, πολλές πηγές («Ἴδην πολυπίδακα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + πῖδαξ, -ακος (πρβλ. μεθυπῖδαξ)].