πολυπίδαξ

From LSJ

Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου

Menander, Monostichoi, 318

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει πολλούς πίδακες, πολλές πηγές («Ἴδην πολυπίδακα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + πῖδαξ, -ακος (πρβλ. μεθυπῖδαξ)].