μεθυπῖδαξ
From LSJ
ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head
English (LSJ)
ᾰκος, ὁ, ἡ, gushing with wine, βότρυς AP6.22 (Zon.).
German (Pape)
[Seite 114] ακος, weinquellend, βότρυς, Zon. 3 (VI, 22).
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ, ἡ)
d'où le vin jaillit comme d'une source.
Étymologie: μέθυ, πῖδαξ.
Russian (Dvoretsky)
μεθῠπῖδαξ: ᾰκος adj. брызжущий вином (βότρυς Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
μεθῠπῖδαξ: ὁ, ἡ, ὁ ἀναβλύζων οἶνον, βότρυς Ἀνθ. Π. 6. 22.
Greek Monolingual
μεθυπῑδαξ, -ακος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που αναβλύζει κρασί («μεθυπῖδαξ βότρυς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέθυ «κρασί» + πῖδαξ «πηγή» (πρβλ. πολυπίδαξ)].
Greek Monotonic
μεθῠπῖδαξ: ὁ, ἡ, αυτός που ξεχειλίζει από κρασί, σε Ανθ.