νεκταριώδης: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νεκταριώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] νέκταρι, [[νεκταρώδης]], Γρηγ. Νύσσ. ΙΙΙ, 1105D. | |lstext='''νεκταριώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] νέκταρι, [[νεκταρώδης]], Γρηγ. Νύσσ. ΙΙΙ, 1105D. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νεκταριώδης]], -ῶδες (Α)<br />αυτός που μοιάζει με [[νέκταρ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νέκταρ]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ιώδης]] ([[πρβλ]]. [[αιθεριώδης]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:59, 8 May 2023
Greek (Liddell-Scott)
νεκταριώδης: -ες, ὅμοιος νέκταρι, νεκταρώδης, Γρηγ. Νύσσ. ΙΙΙ, 1105D.
Greek Monolingual
νεκταριώδης, -ῶδες (Α)
αυτός που μοιάζει με νέκταρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκταρ + κατάλ. -ιώδης (πρβλ. αιθεριώδης)].