προτιμητέος: Difference between revisions

From LSJ

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source
(nl)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[προτιμητέος]], -α, -ον, ΝΑ<br />αυτός που [[πρέπει]] ή αξίζει να προτιμηθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προτιμῶ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[τέος]] τών ρηματ. επιθέτων (<b>πρβλ.</b> <i>διαιρε</i>-[[τέος]])].
|mltxt=-α, -ο / [[προτιμητέος]], -α, -ον, ΝΑ<br />αυτός που [[πρέπει]] ή αξίζει να προτιμηθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προτιμῶ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[τέος]] τών ρηματ. επιθέτων ([[πρβλ]]. [[διαιρετέος]])].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=προτιμητέος -α -ον [προτιμάω] adj. verb. waaraan de voorkeur gegeven moet worden; met gen. boven iets
|elnltext=προτιμητέος -α -ον [προτιμάω] adj. verb. waaraan de voorkeur gegeven moet worden; met gen. boven iets
}}
}}

Latest revision as of 15:00, 8 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

προτιμητέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ., ὃν δεῖ προτιμᾶν, τινὸς Πλάτ. Νόμ. 726Α. ΙΙ. οὐδ., δεῖ προτιμᾶν, μετ᾿ ἀπαρεμφ., ὁ αὐτ. ἐν Κριτί. 109Α.

Greek Monolingual

-α, -ο / προτιμητέος, -α, -ον, ΝΑ
αυτός που πρέπει ή αξίζει να προτιμηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προτιμῶ + κατάλ. -τέος τών ρηματ. επιθέτων (πρβλ. διαιρετέος)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προτιμητέος -α -ον [προτιμάω] adj. verb. waaraan de voorkeur gegeven moet worden; met gen. boven iets