πυγίδιο: Difference between revisions
From LSJ
(35) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / [[πυγίδιον]], ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> α) το τελευταίο [[τμήμα]] του σώματος τών δακτυλιοσκωλήκων και τών αρθροπόδων που φέρει την [[έδρα]] και στερείται κοιλώματος<br />β) το [[σύνολο]] τών οπίσθιων μεταμερών που έχουν συγχωνευθεί στο [[σώμα]] τών τριλοβιτών<br />γ) το ανώτερο [[τμήμα]] του τελευταίου κοιλιακού δακτυλίου τών εντόμων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ειρων.</b> μικρή [[πυγή]], αδύνατα οπίσθια («ἐπ' [[ἄκρων]] τῶν πυγιδίων ἐκάθισε», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυγή]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -[[ίδιον]] ( | |mltxt=το / [[πυγίδιον]], ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> α) το τελευταίο [[τμήμα]] του σώματος τών δακτυλιοσκωλήκων και τών αρθροπόδων που φέρει την [[έδρα]] και στερείται κοιλώματος<br />β) το [[σύνολο]] τών οπίσθιων μεταμερών που έχουν συγχωνευθεί στο [[σώμα]] τών τριλοβιτών<br />γ) το ανώτερο [[τμήμα]] του τελευταίου κοιλιακού δακτυλίου τών εντόμων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ειρων.</b> μικρή [[πυγή]], αδύνατα οπίσθια («ἐπ' [[ἄκρων]] τῶν πυγιδίων ἐκάθισε», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυγή]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -[[ίδιον]] ([[πρβλ]]. [[νησίδιον]]). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>pygidium</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:00, 8 May 2023
Greek Monolingual
το / πυγίδιον, ΝΑ
νεοελλ.
ζωολ. α) το τελευταίο τμήμα του σώματος τών δακτυλιοσκωλήκων και τών αρθροπόδων που φέρει την έδρα και στερείται κοιλώματος
β) το σύνολο τών οπίσθιων μεταμερών που έχουν συγχωνευθεί στο σώμα τών τριλοβιτών
γ) το ανώτερο τμήμα του τελευταίου κοιλιακού δακτυλίου τών εντόμων
αρχ.
ειρων. μικρή πυγή, αδύνατα οπίσθια («ἐπ' ἄκρων τῶν πυγιδίων ἐκάθισε», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυγή + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. νησίδιον). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. pygidium].