νησίδιον
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
τό, Dim. of νῆσος, islet, Th.6.2, Arist.Mir.832a24, Str. 2.5.30.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite île, îlot.
Étymologie: νησίς.
German (Pape)
τό, dim. von νῆσος, Inselchen; Thuc. 8.11; Plut. Oth. 10.
Russian (Dvoretsky)
νησίδιον: (ῐδ) τό островок Thuc., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
νησίδιον: [σῐ], τό, ὑποκοριστ. τοῦ νῆσος, μικρὰ νῆσος, «νησάκι», Θουκ. 6. 2, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 26.
Greek Monotonic
νησίδιον: [σῐ], τό, υποκορ. του νῆσος, μικρό νησί, νησάκι, σε Θουκ.
Middle Liddell
νησῐ́διον, ου, τό, [Dim. of νῆσος
an islet, Thuc.