στροφάδην: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(38)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Μ<br /><b>επίρρ.</b> με περιστροφές, με αλλεπάλληλες στροφές ή με [[επιστροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στροφή]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -[[άδην]] (<b>πρβλ.</b> <i>τροχ</i>-[[άδην]])].
|mltxt=Μ<br /><b>επίρρ.</b> με περιστροφές, με αλλεπάλληλες στροφές ή με [[επιστροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στροφή]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -[[άδην]] ([[πρβλ]]. [[τροχάδην]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:05, 8 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

στροφάδην: Ἐπίρρ., περιστροφικῶς, Νικήτ. Χων. σ. 256. 22 ἔκδ. Β.

Greek Monolingual

Μ
επίρρ. με περιστροφές, με αλλεπάλληλες στροφές ή με επιστροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στροφή + επιρρμ. κατάλ. -άδην (πρβλ. τροχάδην)].