μονοσθενής: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές<br /><b>χημ.</b> [[μονατομικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σθένος]] ([[πρβλ]]. <i>δι</i>-[[σθενής]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Όθ. Α. Ρουσόπουλο].
|mltxt=-ές<br /><b>χημ.</b> [[μονατομικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σθένος]] ([[πρβλ]]. [[δισθενής]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Όθ. Α. Ρουσόπουλο].
}}
}}

Latest revision as of 16:15, 8 May 2023

Greek Monolingual

-ές
χημ. μονατομικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + σθένος (πρβλ. δισθενής). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Όθ. Α. Ρουσόπουλο].