ομοταχής: Difference between revisions

From LSJ

ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all

Source
(28)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ὁμοταχής]], -ές)<br />αυτός που έχει την [[ίδια]] [[ταχύτητα]] με άλλον, [[ισοταχής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ομοταχώς</i> (Α ὁμοταχῶς)<br />με ίση [[ταχύτητα]], ισοταχώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ταχής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τάχος]] «[[ταχύτητα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ισο</i>-<i>ταχής</i>].
|mltxt=-ές (Α [[ὁμοταχής]], -ές)<br />αυτός που έχει την [[ίδια]] [[ταχύτητα]] με άλλον, [[ισοταχής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ομοταχώς</i> (Α ὁμοταχῶς)<br />με ίση [[ταχύτητα]], ισοταχώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ταχής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τάχος]] «[[ταχύτητα]]»), [[πρβλ]]. [[ισοταχής]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:31, 10 May 2023

Greek Monolingual

-ές (Α ὁμοταχής, -ές)
αυτός που έχει την ίδια ταχύτητα με άλλον, ισοταχής.
επίρρ...
ομοταχώς (Α ὁμοταχῶς)
με ίση ταχύτητα, ισοταχώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ταχής (< τάχος «ταχύτητα»), πρβλ. ισοταχής].