οκτάσημος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189
(28)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀκτάσημος]], -ον)<br />(για αρχαίο μετρικό [[πόδα]]) αυτός που αποτελείται από [[οκτώ]] πρώτους χρόνους, από [[οκτώ]] χρονικά [[σημεία]]. Επίρ. <i>οκτασήμως</i> (Α)<br />[[κατά]] οκτάσημα [[μέτρα]] («ἐστιχούργησε ὀκτασήμως, [[ἤτοι]] [[κατά]] δοχμίους»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>σημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῆμα]]), <b>πρβλ.</b> <i>εξά</i>-<i>σημος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀκτάσημος]], -ον)<br />(για αρχαίο μετρικό [[πόδα]]) αυτός που αποτελείται από [[οκτώ]] πρώτους χρόνους, από [[οκτώ]] χρονικά [[σημεία]]. Επίρ. <i>οκτασήμως</i> (Α)<br />[[κατά]] οκτάσημα [[μέτρα]] («ἐστιχούργησε ὀκτασήμως, [[ἤτοι]] [[κατά]] δοχμίους»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>σημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῆμα]]), [[πρβλ]]. [[εξάσημος]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:38, 10 May 2023

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀκτάσημος, -ον)
(για αρχαίο μετρικό πόδα) αυτός που αποτελείται από οκτώ πρώτους χρόνους, από οκτώ χρονικά σημεία. Επίρ. οκτασήμως (Α)
κατά οκτάσημα μέτρα («ἐστιχούργησε ὀκτασήμως, ἤτοι κατά δοχμίους»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -σημος (< σῆμα), πρβλ. εξάσημος].