νοσοτρόφος: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(27)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νοσοτρόφος]], ὁ (Α)<br />αυτός που περιποιείται ασθενή, [[νοσοκόμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόσος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), <b>πρβλ.</b> <i>μηλο</i>-<i>τρόφος</i>].
|mltxt=[[νοσοτρόφος]], ὁ (Α)<br />αυτός που περιποιείται ασθενή, [[νοσοκόμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόσος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), [[πρβλ]]. [[μηλοτρόφος]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:38, 10 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

νοσοτρόφος: ὁ, = νοσοκόμος, Λεξικ. Χειρόγρ. SGM. ἐν Cod. Paris. Reg. 345 fr. 125 ἐν λ. νοσοκόμος.

Greek Monolingual

νοσοτρόφος, ὁ (Α)
αυτός που περιποιείται ασθενή, νοσοκόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. μηλοτρόφος].