νυκτολεθρία: Difference between revisions
From LSJ
οἰκτίστῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι → it was fated that you would be taken by the most miserable death, it has been decreed that thou shouldst be cut off by a most piteous death
(27) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νυκτολεθρία]], ἡ (Μ)<br />[[καταστροφή]] που γίνεται στη [[διάρκεια]] της νύχτας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ολεθρία</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄλεθρος]]), | |mltxt=[[νυκτολεθρία]], ἡ (Μ)<br />[[καταστροφή]] που γίνεται στη [[διάρκεια]] της νύχτας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ολεθρία</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄλεθρος]]), [[πρβλ]]. [[ψωμολεθρία]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:38, 10 May 2023
Greek (Liddell-Scott)
νυκτολεθρία: ἡ, ὁ ἐν νυκτὶ γινόμενος ὄλεθρος, Θ. Στουδ. σελ. 740, ἔκδ. Mi.
Greek Monolingual
νυκτολεθρία, ἡ (Μ)
καταστροφή που γίνεται στη διάρκεια της νύχτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + -ολεθρία (< ὄλεθρος), πρβλ. ψωμολεθρία].