ουροδόχος: Difference between revisions
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
(30) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο (ΑΜ [[οὐροδόχος]] και [[οὐρηδόχος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει ή δέχεται τα [[ούρα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ουροδόχος]] [[κύστη]]» — η [[κύστη]] [[μέσα]] στην οποία συγκεντρώνονται τα [[ούρα]] στα μεσοδιαστήματα τών ουρήσεων [[κατά]] την κάθοδό τους από τα νεφρά [[προτού]] εκχυθούν από την [[ουρήθρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὖρον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δόχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), | |mltxt=-ο (ΑΜ [[οὐροδόχος]] και [[οὐρηδόχος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει ή δέχεται τα [[ούρα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ουροδόχος]] [[κύστη]]» — η [[κύστη]] [[μέσα]] στην οποία συγκεντρώνονται τα [[ούρα]] στα μεσοδιαστήματα τών ουρήσεων [[κατά]] την κάθοδό τους από τα νεφρά [[προτού]] εκχυθούν από την [[ουρήθρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὖρον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δόχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), [[πρβλ]]. [[ξενοδόχος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:40, 10 May 2023
Greek Monolingual
-ο (ΑΜ οὐροδόχος και οὐρηδόχος, -ον)
1. αυτός που περιέχει ή δέχεται τα ούρα
2. φρ. «ουροδόχος κύστη» — η κύστη μέσα στην οποία συγκεντρώνονται τα ούρα στα μεσοδιαστήματα τών ουρήσεων κατά την κάθοδό τους από τα νεφρά προτού εκχυθούν από την ουρήθρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖρον + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. ξενοδόχος].