σκυλομούρης: Difference between revisions

From LSJ

γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source
(37)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ικο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολύ άσχημο [[πρόσωπο]] το οποίο μοιάζει με του σκύλου, [[σκυλομούτρης]], [[σκυλομούτσουνος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που διακρίνεται για την [[θρασύτητα]] και την αναίδειά του, [[σκυλόμουτρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκύλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μούρης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μούρη]]), <b>πρβλ.</b> <i>αλογο</i>-<i>μούρης</i>].
|mltxt=-α, -ικο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολύ άσχημο [[πρόσωπο]] το οποίο μοιάζει με του σκύλου, [[σκυλομούτρης]], [[σκυλομούτσουνος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που διακρίνεται για την [[θρασύτητα]] και την αναίδειά του, [[σκυλόμουτρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκύλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μούρης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μούρη]]), [[πρβλ]]. [[αλογομούρης]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:35, 10 May 2023

Greek Monolingual

-α, -ικο, Ν
1. αυτός που έχει πολύ άσχημο πρόσωπο το οποίο μοιάζει με του σκύλου, σκυλομούτρης, σκυλομούτσουνος
2. μτφ. αυτός που διακρίνεται για την θρασύτητα και την αναίδειά του, σκυλόμουτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος + -μούρης (< μούρη), πρβλ. αλογομούρης].